Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
race races

race (en)

  1. η φυλή
  2. ο αγώνας δρόμου
  3. ρεύμα νερού που κινείται με μεγάλη ταχύτητα
  4. ρίζωμα ορισμένων φυτών, όπως του τζίντζερ

Παράγωγα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας race
γ΄ ενικό ενεστώτα races
αόριστος raced
παθητική μετοχή raced
ενεργητική μετοχή racing

race (en)

  1. τρέχω σε αγώνα δρόμου
  2. (αμετάβατο) τρέχω, ορμώ, κινούμαι πολύ γρήγορα
    He raced up the stairs.
    Όρμησε πάνω τις σκάλες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dart



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
race races

race (fr) θηλυκό