Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rétablissement rétablissements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rétablissement (fr) αρσενικό

  1. (ιατρική) η ανάρρωση
  2. η αποκατάσταση

Συγγενικά επεξεργασία