quintessencié
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | quintessencié | quintessenciés |
θηλυκό | quintessenciée | quintessenciées |
Επίθετο επεξεργασία
quintessencié (fr)
- (λόγιο) εξαιρετικά εκλεπτυσμένος, ραφινάτος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | quintessencié | quintessenciés |
θηλυκό | quintessenciée | quintessenciées |
quintessencié (fr)