quiescent
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
quiescent (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | quiescent | quiescents |
θηλυκό | quiescente | quiescentes |
Επίθετο επεξεργασία
quiescent (fr)
- αδρανής, που δεν λειτουργεί
- (εβραϊκή γραμματική) λέγεται για γράμματα που δεν προφέρονται
- (εντομολογία) λέγεται για έντομο του οποίου η ανάπτυξη σταματά όταν δεν παύουν να υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες