Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

quiescent (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό quiescent quiescents
θηλυκό quiescente quiescentes

  Επίθετο επεξεργασία

quiescent (fr)

  1. αδρανής, που δεν λειτουργεί
  2. (εβραϊκή γραμματική) λέγεται για γράμματα που δεν προφέρονται
  3. (εντομολογία) λέγεται για έντομο του οποίου η ανάπτυξη σταματά όταν δεν παύουν να υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες