Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

quartier < quart

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaʁtje/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
quartier quartiers

quartier (fr) αρσενικό

  1. το ένα τέταρτο ενός όλου
  2. η συνοικία, η γειτονιά, (λαϊκότροπο) ο μαχαλάς