qualification
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
qualification | qualifications |
Ουσιαστικό επεξεργασία
qualification (en)
- προσόν
- πρόσθετος όρος
- (αθλητισμός) η πρόκριση
Συγγενικά επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
qualification | qualifications |
Ουσιαστικό επεξεργασία
qualification (fr) θηλυκό