Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

purchasing (en)

  • αγορά (η πράξη της αγοραπωλησίας)

Συγγενικά επεξεργασία

purchase, purchaser

  Επίθετο επεξεργασία

purchasing (en)

purchasing power - αγοραστική δύναμη

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

purchasing (en)