Δείτε επίσης: psycho

Διαγλωσσικοί όροι επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

psycho- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχο- ή μέσω της λατινικής: νεολατινική psycho- < ψυχή

  Πρόθημα επεξεργασία

psycho-

  • (λόγιο) για το σχηματισμό όρων που αφορούν τον ψυχικό και πνευματικό κόσμο του ανθρώπου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία



Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

psycho- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχο- < ψυχή

  Πρόθημα επεξεργασία

psycho- (en)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

psycho- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχο- < ψυχή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psi.kɔ/

  Πρόθημα επεξεργασία

psycho- (fr)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία