proxénète
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- proxénète < λατινική proxeneta < αρχαία ελληνική προξενητής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁɔ.kse.nɛt/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
proxénète | proxénètes |
proxénète (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο προξενητής
- ≈ συνώνυμα: entremetteur, (οικείο) marieur
- ο μαστροπός, ο εκμαυλιστής, ο ρουφιάνος, ο προαγωγός
- ≈ συνώνυμα: maquereau (θηλυκό: maquerelle, sous-maîtresse), souteneur