protono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- protono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protono | protonoj |
αιτιατική | protonon | protonojn |
protono (eo)
- το πρωτόνιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protono | protonoj |
αιτιατική | protonon | protonojn |
protono (eo)