protocole
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
protocole | protocoles |
Ετυμολογία επεξεργασία
- protocole < μέση γαλλική protocolle < μεσαιωνική λατινική protocollum < υστερολατινική < μεσαιωνική ελληνική πρωτόκολλον
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
protocole (fr) αρσενικό
- το πρωτόκολλο, η εθιμοτυπία
Πηγές επεξεργασία
- protocole - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- protocole - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online