prosta
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
prosta (pl) < θηλυκό του prosty
Ουσιαστικό επεξεργασία
prosta (pl) αρσενικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
prosta (pl)
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του prosty
prosta (pl) < θηλυκό του prosty
prosta (pl) αρσενικό
prosta (pl)