propre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
propre | propres |
propre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
propre (fr) αρσενικό
- η ιδιότητα
ενικός | πληθυντικός |
propre | propres |
propre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
propre (fr) αρσενικό