propono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- propono
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | propono | proponoj |
αιτιατική | proponon | proponojn |
propono (eo)
- Lia propono estas tre interesa.
- Η πρόταση του είναι πολύ καλή ενδιαφέρουσα.