production
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
production | productions |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɹəˈdʌkʃən/
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
production (en)
- (μη μετρήσιμο) η παραγωγή, η διαδικασία παραγωγής τροφών, αγαθών ή υλικών, ιδιαίτερα μεγάλων ποσοτήτων
- ↪ The production of olive oil takes a lot of time.
- Η παραγωγή ελαιόλαδου παίρνει πολύ χρόνο.
- ↪ The production of olive oil takes a lot of time.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θεατρική παράσταση
- το προϊόν που παράγεται μαζικά ή είναι έτοιμο να για μαζική παραγωγή
- (προγραμματισμός) η παραγωγική λειτουργία λογισμικού (software), σε πραγματικές συνθήκες, αφού έχει περάσει τα στάδια της ανάπτυξης (development) και των δοκιμών
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
production | productions |
production (fr) θηλυκό