procureur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
procureur | procureurs |
procureur (fr) αρσενικό
Εκφράσεις επεξεργασία
- Procureur de la République αρσενικό ή θηλυκό: (νομικός όρος) ο εισαγγελέας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη procurer