Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
procureur procureurs

procureur (fr) αρσενικό

  1. ο πληρεξούσιος
  2. o εισαγγελέας

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη procurer