Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

process (en)

  1. διαδικασία
  2. διεργασία
  3. (πληροφορική) διεργασία
     συνώνυμα: task
    δείτε επίσης: Process (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
  4. (ανατομία) απόφυση

  Ρήμα επεξεργασία

process (en)

  1. διεκπεραιώνω (μια αίτηση)
  2. επεξεργάζομαι (πρώτες ύλες)
  3. παρελαύνω, βαδίζω σε πομπή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • process στην αγγλική Βικιπαίδεια