process
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
process (en)
- διαδικασία
- διεργασία
- (πληροφορική) διεργασία
- ≈ συνώνυμα: task
- δείτε επίσης: Process (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (ανατομία) απόφυση
Ρήμα επεξεργασία
process (en)
- διεκπεραιώνω (μια αίτηση)
- επεξεργάζομαι (πρώτες ύλες)
- παρελαύνω, βαδίζω σε πομπή
Δείτε επίσης επεξεργασία
- process στην αγγλική Βικιπαίδεια