proactively
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | proactively |
συγκριτικός | more proactively |
υπερθετικός | most proactively |
proactively (en)
παραθετικά | |
θετικός | proactively |
συγκριτικός | more proactively |
υπερθετικός | most proactively |
proactively (en)