Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
prints |
print (en)
- (μη μετρήσιμο) τα στοιχεία, τα γράμματα, οι λέξεις, οι αριθμοί κτλ. που έχουν τυπωθεί σε χαρτί
- ↪ Small print is a strain on the eyes.
- Τα μικρά στοιχεία είναι δοκιμασία για τα μάτια.
- ↪ Small print is a strain on the eyes.
- (μη μετρήσιμο) έντυπος, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στην επιχείρηση παραγωγής εφημερίδων, περιοδικών και βιβλίων
- ↪ print journalism - έντυπη δημοσιογραφία
- ↪ print media - έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης
- το αποτύπωμα, ένα σημάδι που άφησε το δάχτυλο, το πόδι μου κ.λπ. στην επιφάνεια κάποιου πράγματος
- ↪ the print of a foot in the sand - το αποτύπωμα ενός ποδιού στην άμμο
- → δείτε τις λέξεις fingerprint και footprint
- (τέχνη) το χαρακτικό, η ξυλογραφία, η χαλκογραφία, μια εικόνα που κόβεται σε ξύλο ή μέταλλο και στη συνέχεια καλύπτεται με μελάνι και εκτυπώνεται σε χαρτί
- η αφίσα, το αντίγραφο ενός έργου τέχνης, η εκτύπωση μιας φωτογραφίας, μια εικόνα που αντιγράφεται από έναν πίνακα με τη χρήση φωτογραφίας
- ↪ a Vincent Van Gogh print - αφίσα Vincent van Gogh
- ↪ canvas prints - αντίγραφα σε καμβά
- ↪ canvas prints created with responsibly-sourced quality materials - οι εκτυπώσεις σε καμβά δημιουργούνται με ποιοτικά υλικά υπεύθυνης προέλευσης
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το εμπριμέ, το τύπωμα, ύφασμα που έχει τυπωμένο σχέδιο πάνω του· αυτό το σχέδιο
- ↪ women’s print dresses - γυναικεία εμπριμέ φορέματα
- ↪ The shirt had a playful palm print.
- Το πουκάμισο είχε ένα παιχνιδιάρικο τύπωμα φοίνικα.
- (μη μετρήσιμο) γραπτά γράμματα χωρίς να συνδέουν τα γράμματα μεταξύ τους
Εκφράσεις επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | |
γ΄ ενικό ενεστώτα | prints |
αόριστος | printed |
παθητική μετοχή | printed |
ενεργητική μετοχή | printing |
print (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τυπώνω, εκτυπώνω, έντυπος, παράγω γράμματα, εικόνες κτλ. σε χαρτί με μηχάνημα που βάζει μελάνι στην επιφάνεια
- ↪ a printed invitation - τυπωμένη πρόσκληση
- ↪ Why are you printing webpages?
- Γιατί τυπώνεις ιστοσελίδες;
- ↪ work printed on A4 paper - εργασία εκτυπωμένη σε χαρτί A4
- ↪ We need to print three copies of the file.
- Πρέπει να εκτυπώσουμε το αρχείο σε τρία αντίτυπα.
- ↪ a printed list/guide - έντυπος κατάλογος/οδηγός
- (μεταβατικό) τυπώνω, εκτυπώνω, τραβάω, παράγω βιβλία, εφημερίδες κτλ. σε μεγάλες ποσότητες με τυπογραφικές μεθόδους
- ↪ We printed two thousand copies of the book.
- Εκτυπώσαμε το βιβλίο σε δύο χιλιάδες αντίτυπα.
- ↪ We printed 5,000 copies.
- Τραβήξαμε 5.000 αντίτυπα.
- ↪ We printed two thousand copies of the book.
- (μεταβατικό) δημοσιεύω κάτι σε βιβλίο, εφημερίδα κλπ
- ↪ The announcement is printed in the Sunday paper.
- Η ανακοίνωση είναι δημοσιευμένη στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας.
- ↪ The announcement is printed in the Sunday paper.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γράφω κάτι με το χέρι καθαρά, χωρίς να συνδέω τα γράμματα μεταξύ τους
- ↪ Make sure you have printed your name clearly, sign, and date at the end.
- Βεβαιωθείτε ότι το ονοµατεπώνυµό σας έχει γραφεί ευκρινώς, υπογράψτε και αναγράψτε την ηµεροµηνία στο τέλος.
- ↪ Make sure you have printed your name clearly, sign, and date at the end.
- (μεταβατικό) αποτυπώνω, κάνω ένα ίχνος σε μια μαλακή επιφάνεια πατώντας
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Κροατικά (hr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- print (άμεσο δάνειο) αγγλική print
Ουσιαστικό επεξεργασία
- εκτύπωση από εκτυπωτή ηλεκτρονικού υπολογιστή