Δείτε επίσης: Print

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /prɪnt/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
print prints

print (en)

  1. (μη μετρήσιμο) τα στοιχεία, τα γράμματα, οι λέξεις, οι αριθμοί κτλ. που έχουν τυπωθεί σε χαρτί
    Small print is a strain on the eyes.
    Τα μικρά στοιχεία είναι δοκιμασία για τα μάτια.
  2. (μη μετρήσιμο) έντυπος, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στην επιχείρηση παραγωγής εφημερίδων, περιοδικών και βιβλίων
    print journalism - έντυπη δημοσιογραφία
    print media - έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης
  3. το αποτύπωμα, ένα σημάδι που άφησε το δάχτυλο, το πόδι μου κ.λπ. στην επιφάνεια κάποιου πράγματος
    the print of a foot in the sand - το αποτύπωμα ενός ποδιού στην άμμο
    → δείτε τις λέξεις fingerprint και footprint
  4. (τέχνη) το χαρακτικό, η ξυλογραφία, η χαλκογραφία, μια εικόνα που κόβεται σε ξύλο ή μέταλλο και στη συνέχεια καλύπτεται με μελάνι και εκτυπώνεται σε χαρτί
  5. η αφίσα, το αντίγραφο ενός έργου τέχνης, η εκτύπωση μιας φωτογραφίας, μια εικόνα που αντιγράφεται από έναν πίνακα με τη χρήση φωτογραφίας
    a Vincent Van Gogh print - αφίσα Vincent van Gogh
    canvas prints - αντίγραφα σε καμβά
    canvas prints created with responsibly-sourced quality materials - οι εκτυπώσεις σε καμβά δημιουργούνται με ποιοτικά υλικά υπεύθυνης προέλευσης
  6. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το εμπριμέ, το τύπωμα, ύφασμα που έχει τυπωμένο σχέδιο πάνω του· αυτό το σχέδιο
    women’s print dresses - γυναικεία εμπριμέ φορέματα
    The shirt had a playful palm print.
    Το πουκάμισο είχε ένα παιχνιδιάρικο τύπωμα φοίνικα.
  7. (μη μετρήσιμο) γραπτά γράμματα χωρίς να συνδέουν τα γράμματα μεταξύ τους
     αντώνυμα: cursive

Εκφράσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας print
γ΄ ενικό ενεστώτα prints
αόριστος printed
παθητική μετοχή printed
ενεργητική μετοχή printing

print (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τυπώνω, εκτυπώνω, έντυπος, παράγω γράμματα, εικόνες κτλ. σε χαρτί με μηχάνημα που βάζει μελάνι στην επιφάνεια
    a printed invitation - τυπωμένη πρόσκληση
    Why are you printing webpages?
    Γιατί τυπώνεις ιστοσελίδες;
    work printed on A4 paper - εργασία εκτυπωμένη σε χαρτί A4
    We need to print three copies of the file.
    Πρέπει να εκτυπώσουμε το αρχείο σε τρία αντίτυπα.
    a printed list/guide - έντυπος κατάλογος/οδηγός
  2. (μεταβατικό) τυπώνω, εκτυπώνω, τραβάω, παράγω βιβλία, εφημερίδες κτλ. σε μεγάλες ποσότητες με τυπογραφικές μεθόδους
    We printed two thousand copies of the book.
    Εκτυπώσαμε το βιβλίο σε δύο χιλιάδες αντίτυπα.
    We printed 5,000 copies.
    Τραβήξαμε 5.000 αντίτυπα.
  3. (μεταβατικό) δημοσιεύω κάτι σε βιβλίο, εφημερίδα κλπ
    The announcement is printed in the Sunday paper.
    Η ανακοίνωση είναι δημοσιευμένη στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) γράφω κάτι με το χέρι καθαρά, χωρίς να συνδέω τα γράμματα μεταξύ τους
    Make sure you have printed your name clearly, sign, and date at the end.
    Βεβαιωθείτε ότι το ονοµατεπώνυµό σας έχει γραφεί ευκρινώς, υπογράψτε και αναγράψτε την ηµεροµηνία στο τέλος.
  5. (μεταβατικό) αποτυπώνω, κάνω ένα ίχνος σε μια μαλακή επιφάνεια πατώντας
    The tracks from the wheels were printed on the soft snow.
    Τα ίχνη των τροχών αποτυπώθηκαν πάνω στο μαλακό χιόνι.
     συνώνυμα: imprint

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Κροατικά (hr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

print (άμεσο δάνειο) αγγλική print

  Ουσιαστικό επεξεργασία

print

  • εκτύπωση από εκτυπωτή ηλεκτρονικού υπολογιστή

Συγγενικά επεξεργασία