prezenco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- prezenco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prezenco | prezencoj |
αιτιατική | prezencon | prezencojn |
prezenco (eo)
- (γραμματική) ο ενεστώτας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prezenco | prezencoj |
αιτιατική | prezencon | prezencojn |
prezenco (eo)