Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
preuve preuves

preuve (fr) θηλυκό

  1. nul ne peut être condamné sans preuves - κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί χωρίς αποδείξεις

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία