powstanie
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | powstanie | powstania |
γενική | powstania | powstań |
δοτική | powstaniu | powstaniom |
αιτιατική | powstanie | powstania |
οργανική | powstaniem | powstaniami |
τοπική | powstaniu | powstaniach |
κλητική | powstanie | powstania |
Ετυμολογία επεξεργασία
powstanie < powstać
Ουσιαστικό επεξεργασία
powstanie (pl) ουδέτερο
- η εξέγερση
- (γενικότερα) η γέννηση, η ίδρυση, το ξεκίνημα