Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

power < μέση αγγλική poer < παλαιά γαλλική poeir < λατινική potere < posse < possum

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
power powers

power (en)

  1. η δύναμη, η ισχύς
  2. (μαθηματικά) η δύναμη
  3. (φυσική) η ισχύς
  4. (μη μετρήσιμο, ηλεκτρολογία) ο ηλεκτρισμός, το (ηλεκτρικό) ρεύμα, η ηλεκτρική ενέργεια, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος
    The power outage stopped the operation of the factory’s machines.
    Η διακοπή του ρεύματος σταμάτησε τη λειτουργία των μηχανών του εργοστασίου.
    Somewhere the cable is short circuiting and the power is not reaching the outlet.
    Κάπου βραχυκυκλώνει το καλώδιο και δε φτάνει το ρεύμα στην πρίζα.
    συντομογραφία: PWR
  5. (μη μετρήσιμο) η πνοή, η ιδιότητα που έχει μεγάλη δύναμη ή πολύ αποτελεσματικό
    There is power in his music.
    Η μουσική του έχει πνοή.

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

ηλεκτρολογία:

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας power
γ΄ ενικό ενεστώτα powers
αόριστος powered
παθητική μετοχή powered
ενεργητική μετοχή powering

power (en)

  • (μεταβατικό) τροφοδοτώ, κινώ, δίνω την ενέργεια για να κάτι λειτουργεί
    The plant powers the city with electricity.
    Το εργοστάσιο τροφοδοτεί την πόλη με ρεύμα.
    machinery powered by electricity - μηχανήματα που κινούνται με ηλεκτρισμό
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fuel

  Πηγές επεξεργασία