Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pouvoir d'achat: → δείτε τις λέξεις pourvoir, de και achat

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

pouvoir d'achat (fr) αρσενικό