Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

posterior < (άμεσο δάνειο) λατινική posterior

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός posterior
συγκριτικός more posterior
υπερθετικός most posterior

posterior (en)

  1. οπίσθιος, που βρίσκεται πίσω, πισινός, ο από πίσω
  2. κατοπινός, ύστερος, ο επόμενος προς τα πίσω
  3. μεταγενέστερος, νεότερος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
posterior posteriors

posterior (en)

  Πηγές επεξεργασία