Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

postęp (pl) αρσενικό

  • η πρόοδος, η μετάβαση σε επόμενο στάδιο

Συγγενικά επεξεργασία