Δείτε επίσης: POST, Post

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
post posts

post (en)

  1. ο στύλος
  2. η θέση
  3. το ταχυδρομείο
  4. (διαδίκτυο) η ανάρτηση (σε ιστότοπο, ιστοσελίδα, φόρουμ, κλπ.) [1]

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας post
γ΄ ενικό ενεστώτα posts
αόριστος posted
παθητική μετοχή posted
ενεργητική μετοχή posting

post (en)

  1. ταχυδρομώ
  2. ενημερώνω
  3. (διαδίκτυο) αναρτώ (σε φόρουμ)

  Επίρρημα επεξεργασία

post (en)

  1. ταχυδρομικά

  Αναφορές επεξεργασία

  1. (αγγλικά) post. Πρόσβαση 2021-05-05.



Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

post < λατινική post

  Προφορά επεξεργασία

 

  Πρόθεση επεξεργασία

post (eo)



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

post (la)

  1. ύστερα
(με αιτιατική: πισω από κάποιον-κάτι)



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

post (pl) αρσενικό

  1. η νηστεία
  2. (πληροφορική), (αργκό) η ανάρτηση (σε φόρουμ)

Συγγενικά επεξεργασία