poser
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
poser (en)
- ένα ιδιαίτερο δύσκολο πρόβλημα, μανίκι, παλούκι, δυσκολάκι
- κάποιος που ποζάρει σε ζωγράφο ή φωτογράφο
- ο παπάτζας, ο φιγουρατζής
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
poser (fr)