pormenor
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pormenor < από τον ιδιωματισμό por menor
Ουσιαστικό επεξεργασία
pormenor (pt) αρσενικό
- η ελάχιστη διαφορά, αυτή που μόλις και μετά βίας διακρίνεται
- η λεπτομέρεια που μπορεί όμως να κάνει τη διαφορά
- η ασήμαντη λεπτομέρεια