ponto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ponto (eo)
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ponto | pontos |
ponto (pt) αρσενικό
ponto (eo)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ponto | pontos |
ponto (pt) αρσενικό