politesse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- politesse < αρχαία ιταλική politezza < polito
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
politesse | politesses |
politesse (fr) θηλυκό
- η ευγένεια των τρόπων
ενικός | πληθυντικός |
politesse | politesses |
politesse (fr) θηλυκό