polemika
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polemika | polemikaj |
αιτιατική | polemikan | polemikajn |
polemika (eo)
- πολεμικός, που προκαλεί αντιδράσεις
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polemika | polemikaj |
αιτιατική | polemikan | polemikajn |
polemika (eo)