pocztówka
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pocztówka | pocztówki |
γενική | pocztówki | pocztówek |
δοτική | pocztówce | pocztówkom |
αιτιατική | pocztówkę | pocztówki |
οργανική | pocztówką | pocztówkami |
τοπική | pocztówce | pocztówkach |
κλητική | pocztówko | pocztówki |
Ετυμολογία επεξεργασία
pocztówka < poczta
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pocztówka (pl) θηλυκό