plan
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- plan < (άμεσο δάνειο) γαλλική plan < λατινική planus
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
plan | plans |
plan (en)
- το σχέδιο
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | plan |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plans |
αόριστος | planned |
παθητική μετοχή | planned |
ενεργητική μετοχή | planning |
plan (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σχεδιάζω, προγραμματίζω, κάνω λεπτομερείς ρυθμίσεις για κάτι που θέλω να κάνω στο μέλλον
- ↪ We’re planning to buy a jeep.
- Σχεδιάζουμε ν' αγοράσουμε ένα τζιπ.
- ↪ our planned trip to Canada - η σχεδιαζόμενη επίσκεψή μας στον Καναδά
- ↪ The broadcast was planned for Sunday.
- Η εκπομπή ήταν προγραμματισμένη για την Κυριακή.
- ↪ Do you have anything planned for tomorrow?/Have you planned anything for tomorrow?
- Έχετε προγραμματήσει τίποτα γι' αύριο;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη organize
- ↪ We’re planning to buy a jeep.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σχεδιάζω, σκοπεύω ή περιμένω να κάνω κάτι
- (μεταβατικό) σχεδιάζω, κάνω ένα σχέδιο για κάτι
- ↪ I am planning a new city.
- Σχεδιάζω μια νέα πόλη.
- ↪ I am planning a new city.
Σύνθετα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- plan (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- plan (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 799. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκοπεύω
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
plan | plans |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
plan (fr) αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- plan - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
plan (pl)αρσενικό