Δείτε επίσης: Pierre, pierré

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pierre pierres

  Ετυμολογία επεξεργασία

pierre < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pjɛʁ/
 
ομόηχο: Pierre

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pierre (fr) θηλυκό