Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

petit (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

petit < δημώδης λατινική pittittus < από ένα εκφραστικό θέμα pitt-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /p(ə).ti/ & /t/
 

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό petit petits
θηλυκό petite petites

petit (fr)

  1. μικρός, -άκι, χαμηλός
    un petit caillou - ένα πετραδάκι
    c’est un homme de petite taille - είναι ένας μικρός άντρας
    au petit pied: → δείτε τη λέξη pied
     συνώνυμα: bref, court, exigu, faible, médiocre, minime, minuscule, modeste, réduit
     αντώνυμα: abondant, ample, colossal, considérable, copieux, étendu, géant, gigantesque, grand, grandiose, gros, immense, important, large, long, nombreux
  2. νέος, νεαρός, μικρός {στην ηλικία)
    quand j’étais petit, je jouais souvent à la balle - όταν ήμουν μικρός/νέος, έπαιζα συχνά μπάλα
     συνώνυμα: mineur
     αντώνυμα: adulte, âgé, vieux
  3. μίζερος, ποταπός
    Ah ! Ce que tu dis est vraiment petit ! - Αχ! Αυτό που λες είναι πραγματικά ποταπό!
    ※  M. le prince lui répondit fièrement qu'il était las de rendre compte de ses actions à de petits messieurs comme lui, qui en jugeraient à leur mode.
    λείπει η μετάφραση
    (Valentin Conrart, Mémoires, 1652, στο Collection des mémoires relatifs à l'histoire de France, tome XLVIII ; Foucault libraire, Paris, 1825, σελ. 73)
     συνώνυμα: bas, mesquin, piètre
     αντώνυμα: généreux, grand, grandiose, magnifique, noble

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό petit petits
θηλυκό petite petites

petit (fr)

  • το παιδί
    viens ici, mon petit - έλα εδώ, παιδί μου
    alors ma petite, ça va ?

(ιδιωματικό)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
petit petits

petit (fr) αρσενικό

  1. ο νεοσσός (το μικρό ενός ζώου)
    cet animal vient d’avoir des petits - αυτό το ζώο μόλις έκανε μικρά
  2. κάτι πρόσθετο, παραπάνω, ακόμα
    mets-nous en un petit ! - βάλε μας ακόμα ένα (εννοείται ένα ποτήρι κρασί)
     συνώνυμα: quelque chose en plus, autre
  3. (οικείο) ένα ατού στο παιχνίδι ταρό
    je me suis fait prendre le petit au bout (à la dernière levée).

  Επίρρημα επεξεργασία

petit (fr)

Εκφράσεις επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

petit (la)

  1. τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος petere (προσπαθώ, πηγαίνω, συναντώ).
    • το σήμα του πανεπιστημίου του Aarhus είναι Solidum petit in profundis, « ψάχνει ένα θεμέλιο στα βάθη ».
    • το σήμα της πολιτείας της Μασσαχουσέτης είναι Ense petit placidam sub libertate quietem, « με τα όπλα ψάχνει την ειρήνη μέσα στην ελευθερία ».



Φινλανδικά (fi) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

petit (fi)

  • δεύτερο ενικό πρόσωπο του αορίστου της οριστικής του ρήματος pettää