pervert
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pervert (en)
- (υποτιμητικό) άνθρωπος διεστραμμένος, ανώμαλος σεξουαλικά
Σημειώσεις επεξεργασία
Το ακριβές περιεχόμενο του όρου είναι κοινωνικά καθορισμένο και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον τόπο και την εποχή
Ρήμα επεξεργασία
pervert (en)
- διαφθείρω
- διαστρέφω, εκμαυλίζω
- (αμετάβατο) γίνομαι διεστραμμένος, διαφθείρομαι