Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

perfidious < (άμεσο δάνειο) λατινική perfidiōsus (προδοτικός) < perfidia < perfidus + -ia. Αναλύεται ως perfidy + -ous. Συγγενική με την γαλλική perfide, την ιταλική perfido , την πορτογαλική pérfido και την ισπανική pérfido[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pəˈfɪdi.əs/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /pɚˈfɪdi.əs/ (ΗΠΑ)

  Επίθετο επεξεργασία

perfidious (en)

  1. ύπουλος, δόλιος, προδοτικός, παράσπονδος
     συνώνυμα:: disloyal, traitorous, treacherous, unfaithful
    the perfidious general defected to the other side - ο προδοτικός στρατηγός λιποτάκτησε στην άλλη πλευρά

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. perfidious - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)