pera
Γαλικιανά (gl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pera (gl)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pera (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pera (it)
Καταλανικά (ca) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pera (ca)
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pera < αρχαία ελληνική πήρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
pera (la) θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pera | perae |
γενική | perae | perārum |
δοτική | perae | perīs |
αιτιατική | peram | perās |
κλητική | pera | perae |
αφαιρετική | perā | perīs |
Σλοβακικά (sk) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pera (sk)