patron
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- patron < λατινική patronus < pater < πρωτοϊταλική *patēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
patron (fr) αρσενικό
- το πατρόν
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | patron | patrons |
θηλυκό | patronne | patronnes |
patron (fr)