passionné
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- passionné < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | passionné | passionnés |
θηλυκό | passionnée | passionnées |
passionné (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | passionné | passionnés |
θηλυκό | passionnée | passionnées |
passionné (fr)