Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

parsable < parse + -able

  Επίθετο επεξεργασία

parsable (en)

  • (γραμματική, πληροφορική) λέξη, πρόταση, δεδομένα, κλπ. που μπορεί να αναλυθεί συντακτικά, γραμματικά, σημασιολογικά, κλπ

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • parsable στην αγγλική Βικιπαίδεια