Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

parachute < para- + chute

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
parachute parachutes

parachute (en)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας parachute
γ΄ ενικό ενεστώτα parachutes
αόριστος parachuted
παθητική μετοχή parachuted
ενεργητική μετοχή parachuting

parachute (en)

  1. (αμετάβατο) πέφτω με αλεξίπτωτο
  2. (μεταβατικό) ρίχνω κάτι ή κάποιον με αλεξίπτωτο
    I am parachuting supplies in.
    Ρίχνω εφόδια με αλεξίπτωτο.
    They are parachuting down men behind enemy lines.
    Ρίχνουν άντρες με αλεξίπτωτα πίσω από της εχθρικές γραμμές.

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
parachute parachutes

parachute (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

autogire, deltaplane, parachute, paramoteur, parapente, ULM