Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
painting paintings

painting (en)

  1. (μετρήσιμο) η ζωγραφιά, ο πίνακας (ζωγραφικής)
    The wall was hung with paintings.
    Στον τοίχο κρέμονταν ζωγραφιές.
    My favorite painting is “The Kiss”.
    Ο αγαπημένος μου πίνακας είναι «Το Φιλί».
    My cousin has a large collection of paintings.
    Ο ξάδελφός μου έχει μια μεγάλη συλλογή με πίνακες ζωγραφικής.
  2. (μη μετρήσιμο) η ζωγραφική, η πράξη του ζωγραφίζω
    Painting is one of the fine arts.
    H ζωγραφική είναι μία από τις καλές τέχνες.

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

painting (en)

  Πηγές επεξεργασία