pa
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pa | pas |
Ουσιαστικό επεξεργασία
pa (en)
- (οικογένεια, προφορικό) ο μπαμπάς
Αφρικάανς (af) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pa (af)
Συνώνυμα επεξεργασία
Βασκικά (eu) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pa (eu)
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Πρόθεση επεξεργασία
pa (es)
Καταλανικά (ca) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pa (ca)
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pa (nl)
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Επιφώνημα επεξεργασία
pa (pl)
- χρησιμοποιείται ως οικείος αποχαιρετισμός, γεια