Δείτε επίσης: pedale, pédal, pedal

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.dal/
      ενικός         πληθυντικός  
pédale pédales
 

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

pédale < (άμεσο δάνειο) ιταλική pedale

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pédale (fr) θηλυκό

  1. το πετάλι
  2. (μουσική) το πεντάλ μουσικού οργάνου
  3. (μουσική) η πεντάλ, τo ισοκράτημα της δυτικής πολυφωνίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

pédale (fr) θηλυκό

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

pédale < (περικοπή) pédéraste (αρσενικό)< αρχαία ελληνική παιδεραστής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pédale (fr) θηλυκό