Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

overthrow < over- + throw

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
overthrow overthrows

overthrow (en)

  1. η ανατροπή κυβέρνησης-θεωρίας κτλ.
  2. στέλνω μπάλα ή οτιδήποτε πιο μακριά απ' όσο πρέπει

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας overthrow
γ΄ ενικό ενεστώτα overthrows
αόριστος overthrew
παθητική μετοχή overthrown
ενεργητική μετοχή overthrowing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

overthrow (en)

  Πηγές επεξεργασία