Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας outdo
γ΄ ενικό ενεστώτα outdoes
αόριστος outdid
παθητική μετοχή outdone
ενεργητική μετοχή outdoing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ετυμολογία επεξεργασία

outdo < out- + do

  Ρήμα επεξεργασία

outdo (en)

  Πηγές επεξεργασία