Κροατικά (hr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

osoba < πρωτοσλαβική osoba

  Ουσιαστικό επεξεργασία

osoba (hr) θηλυκό

  1. το άτομο, το πρόσωπο
  2. (γραμματική) το πρόσωπο



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική osoba osoby
γενική osoby osób
δοτική osobie osobom
αιτιατική osobę osoby
οργανική osobą osobami
τοπική osobie osobach
κλητική osobo osoby

  Ετυμολογία επεξεργασία

osoba < πρωτοσλαβική osoba

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɔˈsɔ.ba/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

osoba (pl) θηλυκό

  1. άτομο, πρόσωπο
  2. (γραμματική) πρόσωπο
  3. (νομικός όρος) πρόσωπο

Συγγενικά επεξεργασία



Σερβικά (sr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

osoba (sr)



Σλοβακικά (sk) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

osoba < πρωτοσλαβική osoba

  Ουσιαστικό επεξεργασία

osoba (sk) θηλυκό

  1. το άτομο, το πρόσωπο
  2. (γραμματική) το πρόσωπο



Τσεχικά (cs) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

osoba < πρωτοσλαβική osoba

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

osoba (cs) θηλυκό

  1. άτομο, πρόσωπο
  2. (γραμματική) πρόσωπο