osoba
Κροατικά (hr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- osoba < πρωτοσλαβική osoba
Ουσιαστικό επεξεργασία
osoba (hr) θηλυκό
- το άτομο, το πρόσωπο
- (γραμματική) το πρόσωπο
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | osoba | osoby |
γενική | osoby | osób |
δοτική | osobie | osobom |
αιτιατική | osobę | osoby |
οργανική | osobą | osobami |
τοπική | osobie | osobach |
κλητική | osobo | osoby |
Ετυμολογία επεξεργασία
- osoba < πρωτοσλαβική osoba
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
osoba (pl) θηλυκό
- άτομο, πρόσωπο
- (γραμματική) πρόσωπο
- (νομικός όρος) πρόσωπο
Συγγενικά επεξεργασία
Σερβικά (sr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
osoba (sr)
- λατινική γραφή του особа
Σλοβακικά (sk) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- osoba < πρωτοσλαβική osoba
Ουσιαστικό επεξεργασία
osoba (sk) θηλυκό
- το άτομο, το πρόσωπο
- (γραμματική) το πρόσωπο
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- osoba < πρωτοσλαβική osoba
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
osoba (cs) θηλυκό
- άτομο, πρόσωπο
- (γραμματική) πρόσωπο