origanum
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- origanum < αρχαία ελληνική ὀρίγανον
Ουσιαστικό επεξεργασία
origanum ουδέτερο
- (φυτό) ρίγανη
- (φυτό) μαντζουράνα
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | origanum | origana |
γενική | origanī | origanōrum |
δοτική | origanō | origanīs |
αιτιατική | origanum | origana |
κλητική | origanum | origana |
αφαιρετική | origanō | origanīs |